- αναπηνίζω
- (Α ἀναπηνίζομαι)(για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκανεοελλ.1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα και τό τυλίγω σε μπομπίνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + πηνίζομαι «τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο μασούρι»].
Dictionary of Greek. 2013.